- παρρησιάζεσθαι
- παρρησιάζομαιspeak freelypres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρρησιάζομαι — ΜΑ [παρρησία] 1. εκφράζω τη γνώμη μου με παρρησία 2. είμαι γενναίος, ενεργώ με γενναιότητα («ὑπέρ εὐσεβείας ἀποθνήσκειν καὶ παρρησιάζεσθαι ἐν αὐτῇ πρὸς ἐσφαλμένους», Ωριγ.) 3. δείχνω άκαιρη, υπερβολική αυτοπεποίθηση («κτᾱται ἄνθρωπος τὸν φόβον… … Dictionary of Greek